Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: maß , man , mal , Mars , Maus και Mais

Mais <-es, -e> [maɪs] SUBST αρσ mst ενικ

Maus <-, Mäuse> [maʊs, pl: ˈmɔɪzə] SUBST θηλ

2. Maus ΖΩΟΛ (Familie):

3. Maus ΖΩΟΛ (Hausmaus):

4. Maus nur πλ οικ (Geld):

λεφτά ουδ πλ

Mars <-> [mars] SUBST αρσ ενικ ΑΣΤΡΟΝ

Άρης αρσ

maß [maːs]

maß απλ παρελθ von messen

Βλέπε και: messen

II . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αμετάβ

1. messen (Höhe):

III . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский