Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: lebhaft , lenkbar , lehnen και lenken

lenkbar ΕΠΊΘ

1. lenkbar (Maschine):

2. lenkbar (Mensch):

I . lehnen [ˈleːnən] VERB μεταβ/αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский