Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στηρίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στηρίζομαι (πάνω) στον
στηρίζομαι σε κάτι
sich auf etw αιτ stützen
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „στηρίζομαι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

στηρίζομαι
στηρίζομαι
βασίζομαι, στηρίζομαι
fußen auf +δοτ
στηρίζομαι σε
sich anlehnen an +αιτ
στηρίζομαι σε
ακουμπώ, στηρίζομαι
sich aufrichten an +δοτ
στηρίζομαι σε
sich aufstützen auf +αιτ
στηρίζομαι σε
στηρίζομαι στους αγκώνες μου
στηρίζομαι στον τοίχο
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον
sich auf etw αιτ berufen
στηρίζομαι σε κάτι αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский