Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρέφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στρ|έφω <-εψα, -άφηκα, -αμμένος> [ˈstrɛfɔ] VERB μεταβ

1. στρέφω (γυρίζω):

στρέφω

2. στρέφω (κατευθύνω):

στρέφω

II . στρέφομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. στρέφομαι (γυρίζω):

Παραδειγματικές φράσεις με στρέφω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский