Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: faltig , fällig , fallen και falls

falls [fals] ΣΎΝΔ

fallen <fällt, fiel, gefallen> [ˈfalən] VERB αμετάβ +sein

fällig [ˈfɛlɪç] ΕΠΊΘ

3. fällig οικ (notwendig):

faltig ΕΠΊΘ

1. faltig (Gesicht):

2. faltig (Material):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский