Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bloß , blond , blocken και blöken

blond [blɔnt] ΕΠΊΘ

I . bloß [bloːs] ΕΠΊΘ

2. bloß (unbedeckt):

blöken [ˈbløːkən] VERB αμετάβ (Schaf)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский