Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακάλυπτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακάλυπτ|ος <-η, -ο> [aˈkaliptɔs] ΕΠΊΘ

1. ακάλυπτος (όχι σκεπασμένος):

ακάλυπτος

2. ακάλυπτος (επιταγή):

ακάλυπτος
ακάλυπτος λογαριασμός

Παραδειγματικές φράσεις με ακάλυπτος

ακάλυπτος λογαριασμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский