Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυμνός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γυμν|ός <-ή, -ό> [jimˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. γυμνός (γενικά):

γυμνός

2. γυμνός (τοίχος, τόπος):

γυμνός

3. γυμνός ΗΛΕΚ (σύρμα):

γυμνός

Παραδειγματικές φράσεις με γυμνός

γυμνός αγωγός ΗΛΕΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский