Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρουσία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρουσία [paruˈsia] SUBST θηλ

1. παρουσία (το να είναι κανείς παρών):

παρουσία
Anwesenheit θηλ
αστυνομική παρουσία

2. παρουσία (εμφάνιση):

παρουσία
Erscheinung θηλ

3. παρουσία TV:

παρουσία
Moderation θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με παρουσία

αστυνομική παρουσία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский