Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bildhaft , verhasst και Kassa

Kassa <-, Kassen> [ˈkasa] SUBST θηλ A

Kassa s. Kasse

Βλέπε και: Kasse

bildhaft ΕΠΊΘ

1. bildhaft (anschaulich):

2. bildhaft (figurativ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский