Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταφορικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταφορικ|ός <-ή, -ό> [mɛtafɔriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μεταφορικός (σχετικός με μεταφορές πραγμάτων):

μεταφορικός
Transport-

2. μεταφορικός (σχετικός με μεταφορές ανθρώπων):

μεταφορικός
Verkehrs-
Verkehrsmittel ουδ πλ

3. μεταφορικός (όχι κυριολεκτικός):

μεταφορικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский