Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταφορικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταφορικά [mɛtafɔriˈka] SUBST ουδ πλ

μεταφορικά

Παραδειγματικές φράσεις με μεταφορικά

μεταφορικά μέσα
Verkehrsmittel ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский