Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετ|αφέρω <-άφερα [ή -έφερα], -αφέρθηκα, -αφερμένος> [mɛtaˈfɛrɔ] VERB μεταβ

1. μεταφέρω (μετακομίζω):

μεταφέρω

2. μεταφέρω (μεταθέτω):

μεταφέρω
μεταφέρω σε άλλο λογαριασμό ΧΡΗΜΑΤΟΠ

3. μεταφέρω (μεταφράζω, ηλεκτρικό ρεύμα):

μεταφέρω

4. μεταφέρω (χαιρετισμούς):

μεταφέρω

Παραδειγματικές φράσεις με μεταφέρω

μεταφέρω σε άλλο λογαριασμό ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский