Γερμανικά » Γαλλικά

I . hocken [ˈhɔkən] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. hocken +haben (kauern):

2. hocken +haben οικ (sitzen):

3. hocken +sein ΑΘΛ:

über etw αιτ hocken

II . hocken [ˈhɔkən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα +haben νοτιογερμ οικ

hockenbleiben, hocken bleiben ΡΉΜΑ αμετάβ οικ südd

2. hockenbleiben μτφ (in der Schule):

Παραδειγματικές φράσεις με hock

hock dich hin!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"hock" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina