Γερμανικά » Γαλλικά

Schuldige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

coupable αρσ θηλ

I . schuldig [ˈʃʊldɪç] ΕΠΊΘ

4. schuldig (geziemend):

ιδιωτισμοί:

II . schuldig [ˈʃʊldɪç] ΕΠΊΡΡ ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina