Γαλλικά » Γερμανικά

I . soufre [sufʀ] ΕΠΊΘ αμετάβλ

II . soufre [sufʀ] ΟΥΣ αρσ

Schwefel αρσ

ιδιωτισμοί:

spüren, dass etw faul ist οικ

soufré(e) [sufʀe] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με soufrées

allumettes soufrées

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina