Γαλλικά » Γερμανικά

intégrant(e) [ɛ͂tegʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

II . intégrer [ɛ͂tegʀe] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ

intégrer ΠΑΝΕΠ οικ:

III . intégrer [ɛ͂tegʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina