Γαλλικά » Γερμανικά

I . posséder [pɔsede] ΡΉΜΑ μεταβ

1. posséder:

3. posséder (connaître):

4. posséder (dominer):

5. posséder (avoir des rapports sexuels):

6. posséder οικ (rouler):

hereinlegen οικ

I . possédé(e) [pɔsede] ΕΠΊΘ

II . possédé(e) [pɔsede] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Besessene(r) θηλ(αρσ)

Παραδειγματικές φράσεις με possédée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "possédée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina