Γαλλικά » Γερμανικά

I . intime [ɛ͂tim] ΕΠΊΘ

5. intime λογοτεχνικό (profond):

innerste(r, s)

II . intime [ɛ͂tim] ΟΥΣ αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina