Γαλλικά » Γερμανικά

induire [ɛ͂dɥiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

induit [ɛ͂dɥi] ΟΥΣ αρσ ΗΛΕΚ

Anker αρσ

induit(e) [ɛ͂dɥi, ɥit] ΕΠΊΘ ΗΛΕΚ

Παραδειγματικές φράσεις με induite

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina