Γαλλικά » Γερμανικά

II . fêler [fele] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

fêlé(e) [fele] ΕΠΊΘ

2. fêlé οικ (dérangé):

Παραδειγματικές φράσεις με fêlée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina