Γαλλικά » Γερμανικά

diplômer [diplome] ΡΉΜΑ μεταβ

II . diplômé(e) [diplome] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "diplômée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina