Γαλλικά » Γερμανικά

craque [kʀak] ΟΥΣ θηλ πολύ οικ!

I . craquer [kʀake] ΡΉΜΑ αμετάβ

3. craquer (s'effondrer nerveusement):

Παραδειγματικές φράσεις με craques

raconter des craques

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina