I . envoyé(e) [ɑ͂vwaje] ΕΠΊΘ
II . envoyé(e) [ɑ͂vwaje] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. envoyé ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
-
envoyé(e)
2. envoyé ΠΟΛΙΤ, ΘΡΗΣΚ:
-
envoyé(e)
-
Abgesandte(r) θηλ(αρσ)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.