I.embarquer [ɑ̃baʀke] ΡΉΜΑ μεταβ
1. embarquer (charger):
2. embarquer (emmener) οικ:
II.embarquer [ɑ̃baʀke] ΡΉΜΑ αμετάβ
III.s'embarquer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'embarquer ΝΑΥΣ:
- s'embarquer (monter à bord)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.