levelling στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για levelling στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

1.1. level (height):

nivel αρσ
estoy seguro de que es un tipo legal Ισπ αργκ
estoy seguro de que es un tipo bien RíoPl οικ

2. level (rank):

nivel αρσ

2.2. level (abreast, equal):

en cuanto a capacidad están parejos esp λατινοαμερ

III.level <leveling leveled αμερικ levelling levelled βρετ> [αμερικ ˈlɛvəl, βρετ ˈlɛv(ə)l] ΡΉΜΑ μεταβ

IV.level <leveling leveled αμερικ levelling levelled βρετ> [αμερικ ˈlɛvəl, βρετ ˈlɛv(ə)l] ΡΉΜΑ αμετάβ

Βλέπε και: AS level - Advanced Supplementary level

Βλέπε και: A level - Advanced level

Μεταφράσεις για levelling στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

levelling στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για levelling στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για levelling στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

levelling Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to find one's (own) level οικ

levelling Από το λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA Bock GmbH

Μεταφράσεις για levelling στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "levelling" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文