Αγγλικά » Γερμανικά

I . rest2 [rest] ΟΥΣ

II . rest2 [rest] ΡΉΜΑ μεταβ

3. rest αμερικ ΝΟΜ (conclude evidence):

III . rest2 [rest] ΡΉΜΑ αμετάβ

6. rest τυπικ or λογοτεχνικό (alight on):

ˈchin rest ΟΥΣ

ˈrest stop ΟΥΣ αμερικ (lay-by)

head rest ΟΔ ΑΣΦ

Ειδικό λεξιλόγιο

rest area ΟΥΣ

Ειδικό λεξιλόγιο

rest-of-the-world account ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

specific rest-life insurance policy ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to feel rested

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "rested" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文