Αγγλικά » Γερμανικά

hur·ried [ˈhʌrid, αμερικ ˈhɜ:r-] ΕΠΊΘ

I . hurry along ΡΉΜΑ αμετάβ

I . hurry away, hurry off ΡΉΜΑ αμετάβ

II . hurry away, hurry off ΡΉΜΑ μεταβ

I . hurry on ΡΉΜΑ αμετάβ

II . hurry on ΡΉΜΑ μεταβ

tear·ing ˈhur·ry ΟΥΣ usu ενικ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

he was hurried to hospital
she hurried along the road
he hurried him away to the train

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文