I.paint [βρετ peɪnt, αμερικ peɪnt] ΟΥΣ
1. paint (gen) ΤΈΧΝΗ:
- peinture θηλ
II.paints ΟΥΣ
paints ουσ πλ ΤΈΧΝΗ:
- couleurs θηλ πλ
III.paint [βρετ peɪnt, αμερικ peɪnt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. paint κυριολ:
2. paint (depict):
- paint μτφ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.