омерзи́тельный στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για омерзи́тельный στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

1. effect (net result):

effet αρσ (of de, on sur)

3. effect (power, efficacy):

to come into effect ΝΟΜ, ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ

5. effect (impression):

effet αρσ

neighbourhood βρετ, neighborhood αμερικ [βρετ ˈneɪbəhʊd, αμερικ ˈneɪbərˌhʊd] ΟΥΣ

омерзи́тельный στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για омерзи́тельный στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

1. effect (consequence):

effet αρσ

Βλέπε και: neighborhood

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
The neighbourhood effect will serve to devalue the house so that it is worth less than what has been invested in it.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "омерзи́тельный" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski