I. spiccicato [spittʃiˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
spiccicato → spiccicare
II. spiccicato [spittʃiˈkato] ΕΠΊΘ (uguale)
I. spiccicare [spittʃiˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. spiccicare (staccare):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.