I. rannicchiato [rannikˈkjato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
rannicchiato → rannicchiare
II. rannicchiato [rannikˈkjato] ΕΠΊΘ
II. rannicchiarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.