στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. molleggiato [molledˈdʒato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
molleggiato → molleggiare
II. molleggiato [molledˈdʒato] ΕΠΊΘ
I. molleggiare [molledˈdʒare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
στο λεξικό PONS
molleggiato [mol·led·ˈdʒa:·to] ΕΠΊΘ
1. molleggiato (materasso, divano, vettura):
2. molleggiato (andatura, passo):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.