στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
στο λεξικό PONS
indesiderato (-a) [in·de·si·de·ˈra:·to] ΕΠΊΘ
1. indesiderato (persona, ospite):
- indesiderato (-a)
-
2. indesiderato (effetto, conseguenza):
- indesiderato (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.