στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. genovese [dʒenoˈvese] ΕΠΊΘ
genovese prodotto, territorio:
- genovese
-
II. genovese [dʒenoˈvese] ΟΥΣ αρσ θηλ
- genovese
-
III. genovese [dʒenoˈvese] ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
- genovese
-
στο λεξικό PONS
I. genovese [dʒe·no·ˈve:·se] ΕΠΊΘ
II. genovese [dʒe·no·ˈve:·se] ΟΥΣ αρσ θηλ (abitante)
- genovese
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.