στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
civico <πλ civici, civiche> [ˈtʃiviko] ΕΠΊΘ
1. civico (del cittadino):
2. civico (della città):
3. civico ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.