Oxford Spanish Dictionary
empresarial ΕΠΊΘ
ciencia ΟΥΣ θηλ
1. ciencia:
parque empresarial ΟΥΣ αρσ
derecho empresarial ΟΥΣ αρσ
sector empresarial ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
empresarial ΕΠΊΘ
1. empresarial (del empresario):
2. empresarial:
empresarial [em·pre·sa·ˈrjal] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.