Oxford Spanish Dictionary
concesión ΟΥΣ θηλ
2. concesión (en una postura):
- concesión
-
3. concesión ΕΜΠΌΡ:
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ τυπικ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
στο λεξικό PONS
concesión ΟΥΣ θηλ
1. concesión tb. ΕΜΠΌΡ:
- concesión
-
2. concesión (de una beca, de un premio):
- concesión
-
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
concesión [kon·se·ˈsjon, kon·θe-] ΟΥΣ θηλ
- concesión tb. ΕΜΠΌΡ
-
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
-
- concesión θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.