Oxford Spanish Dictionary
aportación ΟΥΣ θηλ
1. aportación (contribución):
- aportación
-
2. aportación (de un socio):
- aportación
-
στο λεξικό PONS
aportación ΟΥΣ θηλ
1. aportación (contribución):
2. aportación (donación):
- aportación
-
3. aportación ΟΙΚΟΝ (capital):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.