I. gut <besser, beste> [guːt] ΕΠΊΘ
1. gut (nicht schlecht):
2. gut (etwas mehr als):
II. gut <besser, beste> [guːt] ΕΠΊΡΡ
Gut <-(e)s, Güter> SUBST ουδ
2. Gut (ideeller Wert):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.