Tag <-(e)s, -e> [taːk] SUBST αρσ
1. Tag (Gegensatz zu Nacht):
2. Tag (24 Stunden):
- Tag
- εικοσιτετράωρο ουδ
3. Tag nur πλ (Menstruation):
- Tag
- περίοδος θηλ
II. tagen [ˈtaːgən] VERB αμετάβ (konferieren)
| es | tagt |
|---|
| es | tagte |
|---|
| es | hat | getagt |
|---|
| es | hatte | getagt |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.