I. σκέφτ|ομαι <-ηκα> [ˈscɛftɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα
1. σκέφτομαι (η πράξη του νου):
2. σκέφτομαι (κάθομαι και συλλογίζομαι):
3. σκέφτομαι (φαντάζομαι):
II. σκέφτ|ομαι <-ηκα> [ˈscɛftɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ
1. σκέφτομαι (κάτι):
2. σκέφτομαι (κάποιον, κάτι: έχω αναμνήσεις, λαβαίνω υπόψη):
3. σκέφτομαι (επινοώ):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.