I. ganz [gants] ΕΠΊΘ
1. ganz (gesamt, vollständig):
2. ganz (ziemlich):
3. ganz οικ (unbeschädigt):
II. ganz [gants] ΕΠΊΡΡ
3. ganz (völlig):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.