II. direkt [diˈrɛkt] ΕΠΊΡΡ
1. direkt (auf kürzestem Wege):
- direkt
-
3. direkt οικ (eindeutig):
- direkt
-
4. direkt (ohne Aufzeichnung):
- etw direkt übertragen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.