στο λεξικό PONS
 
 I. un·wi·der·ruf·lich [ʊnvi:dɐˈru:flɪç] ΕΠΊΘ
-  unwiderruflich
 -  
 
-  unwiderruflich
 -  
 
II. un·wi·der·ruf·lich [ʊnvi:dɐˈru:flɪç] ΕΠΊΡΡ
 
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 unwiderruflich ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-  unwiderruflich
 -  
 
 
 -  
 -  unwiderruflich
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.