I. un·be·ach·tet [ˈʊnbəʔaxtət] ΕΠΊΘ
-
- overlooked κατηγορ
- etw unbeachtet lassen
-
- etw unbeachtet lassen (absichtlich)
-
- etw unbeachtet lassen (absichtlich)
-
II. un·be·ach·tet [ˈʊnbəʔaxtət] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.