I. un·bän·dig [ˈʊnbɛndɪç] ΕΠΊΘ
II. un·bän·dig [ˈʊnbɛndɪç] ΕΠΊΡΡ
1. unbändig (ungestüm):
- unbändig
-
2. unbändig (überaus):
- unbändig
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.