I. un·aus·weich·lich [ʊnʔausˈvaiçlɪç] ΕΠΊΘ
- unausweichlich
-
- unausweichlich
-
II. un·aus·weich·lich [ʊnʔausˈvaiçlɪç] ΕΠΊΡΡ
- unausweichlich
-
- unausweichlich
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.