sucht·er·zeu·gend ΕΠΊΘ αμετάβλ
suchterzeugend → Sucht
Sucht <-, Süchte> [zʊxt, πλ ˈzʏçtə] ΟΥΣ θηλ
2. Sucht (unwiderstehliches Verlangen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.