στο λεξικό PONS
I. ma·schi·nell [maʃiˈnɛl] ΕΠΊΘ
II. ma·schi·nell [maʃiˈnɛl] ΕΠΊΡΡ
-
- maschinelle Übersetzung
- machinability ΤΕΧΝΟΛ
- [maschinelle] Bearbeitbarkeit θηλ
-
- [künstliche] maschinelle Beatmung
-
- etw [maschinell] drucken
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.